- οπισθονόμος
- ὀπισθονόμος, -ον (Α)(για ένα είδος βοδιών τής Λιβύης τα οποία ήταν αναγκασμένα να βόσκουν υποχωρώντας λόγω τής προς τα εμπρός κλίσης τών κεράτων τους) αυτός που βόσκει βαδίζοντας προς τα πίσω («τοῑς ὀπισθονόμοις βουσίκαὶ γὰρ ἐκείνους νέμεσθαί φασιν ὑποχωροῡντας παλιμπυγηδόν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + -νόμος (< νομός / νομή)].
Dictionary of Greek. 2013.